- ἐναπάρχομαι
- ἐναπ-άρχομαι, [voice] Med.,A make a beginning, Aesop.291b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπάρχομαι — ἐναπάρχομαι (Α) (με απρμφ.) αρχίζω κάτι («ἐναπήρξαντο πολεμεῑν», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek